- επιλιμενάρχης
- ο старший офицер береговой службы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιλιμενάρχης — ο ανώτερος αξιωματικός τού λιμενικού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιμεν άρχης (λιμήν + άρχω «διοικώ»)] … Dictionary of Greek
επιλιμενάρχης — ο γενική ονομασία ανώτερων αξιωματικών του λιμενικού σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)